- βαρυψυχος
- βαρύψυχοςβαρύ-ψῡχος2павший духом, малодушный
(ἀνήρ Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀνήρ Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βαρύψυχος — η, ο (AM βαρύψυχος, ον) μσν. νεοελλ. βαρύσωμος αρχ. βαρύθυμος, σκυθρωπός … Dictionary of Greek
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
βαρυψύχου — βαρυψύ̱χου , βαρύψυχος heavy of soul masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυψύχους — βαρυψύ̱χους , βαρύψυχος heavy of soul masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)